- παρεξηγούμαι
- παρεξηγούμαι, παρεξηγήθηκα, παρεξηγημένος βλ. πίν. 74
και πρβλ. παρεξηγιέμαι
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
παρεξηγώ — έω και παραξηγώ και παραξηγάω / παρεξηγοῡμαι έομαι, ΝΜΑ (νεοελλ. το ενεργ., μσν. αρχ. το μέσ.) εξηγώ λανθασμένα, εννοώ εσφαλμένα, παρεννοώ, παρερμηνεύω (α. «παρεξήγησες τα λεγόμενά μου» β. «παρεξηγεῑσθαι τὸν Ἀριστοτέλην», Σιμπλίκ. Ουρ.) νεοελλ. 1 … Dictionary of Greek
ηγούμαι — (AM ἡγοῡμαι, έομαι, Α δωρ. τ. ἁγοῡμαι) 1. είμαι οδηγός, προπορεύομαι, προηγούμαι, δείχνω τον δρόμο («ὥς εἰπών ἡγεῑθ , ἡ δ ἕσπετο Παλλάς Ἀθήνη», Ομ. Οδ.) 2. είμαι αρχηγός, προΐσταμαι, διευθύνω πρωτοστατώ («ηγούμαι τής επαναστάσεως») 3. (μτχ. ενεστ … Dictionary of Greek
παρ(α)- — α συνθετικό πολλών συνθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στην πρόθεση παρά. Απαντά και με τη μορφή παραι σε συνθ. τής Αρχαίας Ελληνικής (πρβλ. παραι βάτης). Το παρ(α) συντίθεται με ρήματα, ονόματα και επιρρήματα και εμφανίζει… … Dictionary of Greek
παρεξήγημα — ήματος, τὸ, Α [παρεξηγούμαι] παρεξήγηση … Dictionary of Greek
παρεξήγηση — και παραξήγηση, η / παρεξήγησις, εως, ΝΑ [παρεξηγούμαι] εσφαλμένη ερμηνεία, παρερμηνεία, παρανόηση νεοελλ. 1. κακή, εσφαλμένη συνεννόηση, ασυνεννοησία, παρανόηση («ο καυγάς φούντωσε από μια παρεξήγηση») 2. η αντίληψη ή η αίσθηση κάποιου πως κάτι… … Dictionary of Greek
παρεξηγητής — ο, Α [παρεξηγούμαι] παρεξηγούμενος … Dictionary of Greek
παρεξηγιέμαι — παρεξηγιέμαι, παρεξηγήθηκα, παρεξηγημένος βλ. πίν. 59 και πρβλ. παρεξηγούμαι Σημειώσεις: παρεξηγιέμαι : κυρίως στον προφορικό λόγο και στη λογοτεχνία … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
παρεξηγώ — παρεξήγησα, παρεξηγήθηκα, παρεξηγημένος 1. ερμηνεύω λάθος, παρανοώ, το παίρνω αλλιώς: Παρεξήγησα την αυστηρή συμπεριφορά του προς τη μαθήτρια, γιατί δεν ήξερα πως είναι ο καθηγητής της. 2. μέσ., παρεξηγιέμαι και παρεξηγούμαι ερμηνεύω κάτι σαν… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)